-
1 κινητικά
κῑνητικά, κινητικόςof: neut nom /voc /acc plκῑνητικά̱, κινητικόςof: fem nom /voc /acc dualκῑνητικά̱, κινητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κῑνητικός
κῑνητικός, zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt, Arist. Meteorl. 2, 8; H. A. 4, 4; Folgde; – aufrührerisch, Pol. 1, 9, 3, neben στασιώδης, vgl. 13, 1, 3; D. Sic. 19, 14; – beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von στάσιμος, Plut. de prim. frig. 1; vgl. ib. 17 ὡς βραδεῖα καὶ στάσιμος, im Ggstz von ὀξύῤῥοπος καὶ κινητικός. – Bei den Stoikern sind τὰ κινητικά begehrungswerthe Dinge.
-
3 νεῦρον
νεῦρον, τό,A sinew, tendon, once in Hom., in pl., of the tendons at the feet,περὶ δ' ἔγχεος αἰχμῇ νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316
, cf. Hp.Art. 11, etc.;τὰ ν. οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι Pl.Phd. 98c
; ν. ἐξ ἰνῶν [γίγνεται] Id.Ti. 82c; σάρκες καὶ ν. ibid.;σύγκειταί μου τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ ν. Id.Phd. 98c
, cf. Arist.HA 515a27, al.: used adjectivally, ib. 540a18 (s.v.l.).2 metaph., in pl., nerves, sinews, τὰ ν. τῆς τραγῳδίας, of the lyric odes, Ar.Ra. 862;ὑποτέτμηται τὰ ν. τῶν πραγμάτων Aeschin.3.166
;ἕως ἐκτέμῃ ὥσπερ ν. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R. 411b
; ἐκτ. τὰ ν. [οἴνου] Plu.2.692c; also πόλις ἥτις μὴ νεῦρ' ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦνταςἔχει D.19.283
: less freq. in sg.,τὸ ν. ὑποκόπτοντες τῆς δυνάμεως J.BJ 5.1.4
;χρήματα ν. πολέμου App.BC4.99
.II cord made of sinew, e. g. bowstring, Il.4.122; string fastening the head of the arrow to the shaft, ib. 151; alsoδέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός Hes.Op. 544
; cord of a sling, X.An.3.4.17, Q.S.11.112; bowstring, Ach.Tat.3.8.IV nerves, as organs of sensation, first in Erasistr. ap. Gal.5.602; ν. πρακτικά, αἰσθητικά, etc., Ruf.Onom. 211; ν. κινητικά, προαιρετικά, Gal.2.613, 739;ν. ἀκουστικόν Alex.Aphr.Pr.1.71
, cf. Gal.2.831, Plot.4.3.23.V penis, Pl.Com.173.19, Gal.8.442. (Cf. Skt. snā´van-, Avest. snāvar[schwa], 'sinew', 'bond'.) -
4 ὀργανικός
A serving as organs or instruments, instrumental, esp. of the several parts of the body, Arist.PA 646b26: distd. from τὰ κινητικά, Id.GA 742b10 ;τὰ ὀ. μέρη Id.EN 1110a16
, cf. PA 661b29, GA 739b14, al. ; αἱ ὀ. [ἀρεταί], of a slave, Id.Pol. 1259b23 ;ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f
; esp. of war-engines,ἡ ὀ. βία D.S.17.43
;ὀ. κατασκευαί Onos.42.3
: metaph., ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος speech which is brought to bear on the mob, Plu.Cat.Mi.4 ; of musicians, practical, opp. λογικοί (theoretical), Id.2.657e ;ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. Supp.Epigr.2.184.6
(Tanagra, ii B.C.) ; so of surgeons,τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι PMed.Lond.155.2.13
; ἡ ὀ. (sc. τέχνη) Plu.Marc.14 ; but ὀργανικός, = λογικός, logical, Elias in Porph.115.17. Adv.- κῶς
by way of instruments,Arist.
EN 1099b28;- κώτερον
making more use of instruments,Simp.
in Cael.504.33 ;τὸ κινοῦν ὀ. Arist.de An. 433b21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀργανικός
-
5 κῑνητικός
κῑνητικός, zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt; aufrührerisch; beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von στάσιμος; τὰ κινητικά begehrungswerte Dinge
См. также в других словарях:
κινητικά — κῑνητικά , κινητικός of neut nom/voc/acc pl κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc/acc dual κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κινητικός — ή, ό (ΑΜ κινητικός, ή, όν) ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ. β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση 2. αυτός που κινείται 3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική κλάδος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek